απαρατιλτος

απαρατιλτος
    ἀπαράτιλτος
    ἀ-παράτιλτος
    2
    с невыщипанными волосами Arph., Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "απαρατιλτος" в других словарях:

  • απαράτιλτος — ἀπαράτιλτος, ον (Α) αυτός που δεν έχει μαδημένα ή τραβηγμένα μαλλιά, κακοχτενισμένος, απεριποίητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + παρατίλλω «μαδώ τις τρίχες από τα διάφορα μέρη του σώματος εκτός απ το κεφάλι»] …   Dictionary of Greek

  • ἀπαράτιλτος — with hairs not pulled out masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»